ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

karom σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
karom

νύχι◼◼◼

azt akarom, hogy itt legyél

θέλω να είσαι εδώ, II. határozószó πώς

nem akarom lekésni a vonatot

δε θέλω να χάσω το τρένο

röntgenre akarom önt küldeni

θα ήθελα να κάνεις μερικές ακτινογραφίες

Το ιστορικό σας