ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kapcsol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
környezettel kapcsolatos betegség

ασθένεια που σχετίζεται με το περιβάλλον

külgazdasági kapcsolatok

εξωτερικές οικονομικές σχέσεις

lekapcsol

σβήνω

σβήνω (-σω), κλείνω (-σω)

lekapcsolnád a villanyt?

μπορείς να κλείσεις το φως;

maradjunk kapcsolatban

να μείνουμε σε επαφή

munkakapcsolatok

εργασιακές σχέσεις◼◼◼

nemzetközi környezeti kapcsolatok

διεθνείς περιβαλλοντικές σχέσεις

ok-hatás kapcsolat

σχέση αιτίου-αιτιατού

összekapcsol

διασύνδεση◼◼◼

ζεύξη◼◻◻

σύνδεσμος◼◻◻

συνδέω

συνενώνω

párkapcsolat

συγγένεια

σχέση

pénzügyi kapcsolatok

νομισματικές σχέσεις

szeretnéd ha bekapcsolnám a tv-t?

θες να ανοίξω την τηλεόραση;

szétkapcsol

αποσύνδεση◼◼◼

αποσυνδέω

társadalmi kapcsolatok

δημόσιες σχέσεις

tengelykapcsoló

συμπλέκτης◼◼◼

αμπραγιάζ◼◻◻

σύνδεσμος◼◻◻

tömeges kikapcsolódás

μαζική διασκέδαση (αναψυχή)

tudja kapcsolni a lámpát?

σακάκι

tudja kapcsolni a villanyt?

χλωρίνη

villanykapcsoló

διακόπτης

vmivel kapcsolatban

σχετικά με

123

Το ιστορικό σας