ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kanna σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kanna

τσαγιέρα

kannabisz

κάνναβη

καννάβεις

καννάβεις (kannávis)

locsolókanna

ποτιστήρι

ραντιστήρι

tetrahidrokannabinol

τετραϋδροκανναβινόλη◼◼◼

Το ιστορικό σας