ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kalapács σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kalapács

σφυρί (sfyrí)◼◼◼

σφύρα◼◻◻

το σφυρί◼◻◻

fakalapács

ματσόλα

kőtörő kalapács

βαριά

légkalapács

κομπρεσέρ

sarló és kalapács

σφυροδρέπανο

Sarló és kalapács

Σφυροδρέπανο

Το ιστορικό σας