ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kürt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kürt

κόρνα◼◼◼

κλάξον◼◼◼

γαλλικό κόρνο◼◻◻

γαλλική κόρνα

κέρας

κέρατο

κερατίνη

κόρνο

angolkürt

αγγλικό κόρνο◼◼◼

Το ιστορικό σας