ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

külső σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
külső

εξωτερικό◼◼◼

εξωτερικός◼◼◻

εξωτερικός (-ή-ό)◼◼◻

έξω◼◼◻

πρόσοψη

külső, külföldi, kül-

εξωτερικός (-ή-ό)

külső tér

σχέδιο κατανομής εξωτερικού χώρου

külső tér (földrendezési terv)

σχέδιο κατανομής εξωτερικού χώρου

külső vonal

εξωτερική γραμμή

külsőleg

εξωτερικά◼◼◼

hogyan kaphatok egy külső vonalat?

πως παίρνω εξωτερική γραμμή;

Το ιστορικό σας