ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

külön, magán-, különös, sajátos σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
külön, magán-, különös, sajátos

ιδιαίτερος (-η-ο)

Το ιστορικό σας