ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közvetlenül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közvetlenül

άμεσα◼◼◼

απευθείας◼◼◼

αμέσως◼◼◼

ακριβώς◼◼◻

ευθέως◼◼◻

κατευθείαν◼◼◻

δίκαιο◼◻◻

δικαίωμα◼◻◻

σωστά◼◻◻

δεξιά◼◻◻

λοιπόν

αγαθό

δεξιός

προς τα δεξιά

σωστό

σωστός

Το ιστορικό σας