ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közintézmény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közintézmény

δημόσιο (κρατικό) ίδρυμα◼◼◼

ipari, kereskedelmi közintézmény

δημόσιο (κρατικό) ίδρυμα εμποροβιομηχανικού χαρακτήρα

közigazgatási közintézmény

δημόσιο (κρατικό) ίδρυμα διοικητικού χαρακτήρα

Το ιστορικό σας