ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közgazdasági σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közgazdasági

οικονομικός◼◼◼

(köz)gazdasági eszköz

οικονομικό μέσο

Το ιστορικό σας