ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
legközelebbi

άλλος◼◼◼

διπλανός

επόμενος

megközelít

κοντά◼◼◼

προσέγγιση◼◼◻

πρόσβαση◼◻◻

megközelíthetetlen

απομακρυσμένος

απρόσιτος

megközelíthető

προσιτός

megközelíthetőség

προσβασιμότητα◼◼◼

megközelítés

πρόσβαση◼◼◼

εκτίμηση◼◼◼

προσπέλαση◼◻◻

megközelítőleg

περίπου◼◼◼

κατά προσέγγιση◼◼◻

προσέγγιση◼◼◻

megmondná hol van a legközelebbi metróállomás?

μπορείτε να μου πείτε που είναι ο κοντινότερος σταθμός του μετρό;

milyen messze van a legközelebbi állomástól?

πόσο μακριά είναι από τον κοντινότερο σταθμό;

most közeledünk a londoni kings cross állomáshoz

προσεγγίζουμε το σταθμό κίνγκς κρός

partközeli bányászat

θαλάσσια εξόρυξη

rugalmas környezetvédelmi megközelítés

ευέλικτη προσέγγιση (του θέματος) της προστασίας

tud ajánlani egy jó pubot a közelben?

μπορείτε να προτείνετε κάποια καλή παμπ εδώ κοντά;

van ... a közelben?

υπάρχει κάποιο / κάποια ... εδώ τριγύρω;

van ... iskola a közelben?

υπάρχει ... σχολείο κοντά;

általános megközelítést

γενική προσέγγιση◼◼◼

12

Το ιστορικό σας