ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közelítő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közelítő

προσεγγιστικός◼◼◼

megközelítőleg

περίπου◼◼◼

κατά προσέγγιση◼◼◻

προσέγγιση◼◼◻

Το ιστορικό σας