ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közöny σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közöny

αδιαφορία

ακηδία

απάθεια

közönyösség

απάθεια◼◼◼

Το ιστορικό σας