ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közé σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
középső ujj

δάχτυλο

középület

δημόσιο κτήριο

közérzet

υγεία◼◼◼

Greenwichi középidő

Μέση Ώρα Γκρίνουιτς

valahol középen

κάπου στη μέση

összeütközés

σύγκρουση◼◼◼

ütközés

σύγκρουση◼◼◼

ütközésmérő

προσκρουστήρας/κρούστης

12

Το ιστορικό σας