ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

következik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
következik

ακολουθώ

ακολουθώ (-ήσω), ki következik? ποιος έρχεται;

επακολουθώ

Το ιστορικό σας