ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

köszvény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
köszvény

αρθραλγία

ουρική αρθρίτιδα

ποδάγρα

σταγόνα

Το ιστορικό σας