ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

köröm σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
köröm

καρφί

καρφώνω

körömlakklemosó

ασετόν◼◼◼

μανό

körömvágó olló

ψαλιδάκι νυχιών

ez az én köröm

δικιά μου σειρά

labujj köröm

νύχι

száj- és körömfájás

αφθώδης πυρετός (afthódis pyretós)

Το ιστορικό σας