ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μανό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μανό

körömlakklemosó

μανόμετρο

manométer◼◼◼

Βιρμανός

burmai

Οθωμανός

oszmán