ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

könnyítés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
könnyítés

ανακούφιση◼◼◼

ανάγλυφο

megkönnyítése

διευκολύνουν◼◼◼

Το ιστορικό σας