ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kölcsönöz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kölcsönöz

δανείζομαι

δανείζω

νοικιάζω (-σω)

kölcsönöz, kölcsönad (→

δανείζω

kölcsönöz, kölcsönvesz, kölcsönt vesz fel)

δανείζομαι

bérel, kölcsönöz

νοικιάζω

szeretnék kölcsönözni egy napernyőt

θα ήθελα να νοικιάσω μια ομπρέλα

Το ιστορικό σας