ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

köhög σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
köhög

βήχας

βήχω

βήχω (-ξω)

βήχω (víkho)

köhögjön, kérem

βήξτε παρακαλώ

köhögés

βήχας (ο)◼◼◼

βήξιμο◼◼◻

βήχω

szamárköhögés

κοκκύτης◼◼◼

κοκίτης

Το ιστορικό σας