ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

készenlét σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
készenlét

επιφυλακή◼◼◼

αναμονή◼◼◼

ετοιμότητα◼◼◼

προετοιμασία◼◼◻

kérjük tartsa készenlétben az útlevelét

παρακαλώ έχετε το διαβατήριο σας έτοιμο

Το ιστορικό σας