ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kész σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
készlet

δέκτης◼◻◻

ταχύτητα◼◻◻

κατάστημα

συγκεκριμένος

εφοδιάζω

προμηθεύω

készletezés

αποθεματοποίηση◼◼◼

készpénz

τοις μετρητοίς◼◼◼

χρήμα◼◼◼

νόμισμα◼◼◻

ρευστό◼◼◻

χρήματα◼◻◻

εξαργυρώνω

készpénzzel fizet

πληρώνει μετρητά/τοις μετρητοίς

készpénzzel fizetek

θα πληρώσω με μετρητά

készség

ετοιμότητα◼◼◼

késztermék

τελικό προϊόν◼◼◼

készít

κατασκευή◼◼◼

ετοιμάζω

κατασκευάζω

παρασκευάζω

προετοιμάζω

φτιάχνω

φτιάχνω (-ξω), ετοιμάζω (-σω)

(el)készít (→ ετοιμάζομαι készülődik, [el]készül)

ετοιμάζω

készítmény

παρασκεύασμα◼◼◼

παρασκευή◼◼◻

παραγωγή◼◼◻

κατασκευή◼◻◻

προετοιμασία◼◻◻

készül

έτοιμος◼◼◼

készültség

ετοιμότητα◼◼◼

készülék

συσκευή◼◼◼

σύστημα◼◼◻

μηχανή◼◼◻

μηχανισμός◼◻◻

μηχάνημα◼◻◻

ομάδα◼◻◻

σκεύος

τέχνασμα

123

Το ιστορικό σας