ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

készülék σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
készülék

συσκευή◼◼◼

σύστημα◼◼◻

μηχανή◼◼◻

μηχανισμός◼◻◻

μηχάνημα◼◻◻

ομάδα◼◻◻

σκεύος

τέχνασμα

hallókészülék

ακουστικό◼◼◼

háztartási készülék

οικιακή συσκευή◼◼◼

hűtőkészülék

ψυγείο◼◼◼

kérjük kapcsolják ki mobiltelefonjaikat és elektromos készülékeiket

παρακαλώ κλείστε όλα τα κινητά τηλέφωνα και τις ηλεκτρονικές συσκευές

tévékészülék

τηλεόραση◼◼◼

tűzoltókészülék

πυροσβεστήρας◼◼◼

vevőkészülék

δέκτης◼◼◼

ακουστικό◼◻◻

Το ιστορικό σας