ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

készít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
készít

κατασκευή◼◼◼

ετοιμάζω

κατασκευάζω

παρασκευάζω

προετοιμάζω

φτιάχνω

φτιάχνω (-ξω), ετοιμάζω (-σω)

(el)készít (→ ετοιμάζομαι készülődik, [el]készül)

ετοιμάζω

készítmény

παρασκεύασμα◼◼◼

παρασκευή◼◼◻

παραγωγή◼◼◻

κατασκευή◼◻◻

προετοιμασία◼◻◻

, hogy készítsen egy étkezés

φρένα

a szobám nincs elkészítve

το δωμάτιο μου δεν είναι έτοιμο

ajándékot készítenek egymásnak

φτιάχνουν δώρα ο ένας στον άλλο

borkészítés

οινοποίηση◼◼◼

curry (csípős fűszerekkel készített indiai mártás)

κάρυ◼◼◼

elkészít

τέλος◼◼◼

πλήρες◼◻◻

πλήρης◼◻◻

ετοιμάζω (-σω), φτιάχνω (-ξω)

παρασκευάζω

προετοιμάζω

előkészít

ετοιμάζω

παρασκευάζω

προετοιμάζω (-σω)

előkészítés

προετοιμασία◼◼◼

παρασκευή◼◼◻

ετοιμασία◼◻◻

παρασκεύασμα◼◻◻

piacra előkészítés

προετοιμασία για την αγορά

vissza kell küldenünk a készítőhöz

θα χρειαστεί να το στείλουμε πίσω στους κατασκευαστές

építési telek előkészítése

εγκατάσταση εργοταξίου κατασκευών