ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

képtelenség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
képtelenség

ασυναρτησία

παραλογισμός

πράσινα άλογα

φούμαρα

cselekvőképtelenség

ανικανότητα◼◼◼

fizetésképtelenség

αφερεγγυότητα◼◼◼

fizetőképtelenség

αφερεγγυότητα◼◼◼

Το ιστορικό σας