ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kényelmes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kényelmes

άνετος◼◼◼

άνετος (-η-ο)◼◼◼

αναπαυτικός

βολικός

kényelmesen

άνετα◼◼◼

αναπαυτικά◼◼◻

kényelmesnek érzi?

σας είναι άνετα;

Το ιστορικό σας