ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kénsav σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kénsav

θειικό οξύ◼◼◼

θεϊκό οξύ

Kénsav

Θειικό οξύ◼◼◼

Το ιστορικό σας