ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kémiai σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fotokémiai termék

φωτοχημικό προϊόν

kicsapódás (kémiai)

καθίζηση◼◼◼

καθίζηση (χημική)◼◼◼

καθίζηση [χημική]

petrolkémiai

πετροχημικός◼◼◼

petrolkémiai ipar

πετροχημική βιομηχανία◼◼◼

szennyezés kémiai mérése

χημικός προσδιορισμός της ρύπανσης

12

Το ιστορικό σας