ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kémény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kémény

τζάκι◼◼◼

η καπνοδόχος◼◼◻

φουγάρο

kéménymagasság

ύψος καπνοδόχου

kéményseprő

καπνοδοχοκαθαριστής◼◼◼

túlzottan magas tetőkémény

υπερβάλλον ύψος καπνοδόχων

Το ιστορικό σας