ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

káró σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
káró

καρώ

kárókatona

κορμοράνος◼◼◼

Kárókatonafélék

Κορμοράνος

Το ιστορικό σας