ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

jóllehet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
jóllehet

αν και◼◼◼

μολονότι◼◼◼

ενώ◼◼◼

παρά◼◼◻

ωστόσο◼◼◻

αν◼◼◻

καθώς◼◼◻

εάν◼◼◻

όταν◼◼◻

διάστημα◼◼◻

εφόσον◼◼◻

έστω και αν◼◻◻

καίτοι◼◻◻

εντούτοις◼◻◻

χρόνος◼◻◻

εν τούτοις

ενόσω

μολαταύτα

jóllehet, noha

μολονότι

habár, noha, jóllehet

αν και

Το ιστορικό σας