ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

járvány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
járvány

η επιδημία◼◼◼

πανδημία◼◼◻

πανώλη◼◼◻

επιδημικός

λοιμός

járványos

επιδημία◼◼◼

επιδημικός

járványtan

επιδημιολογία◼◼◼

Járványtan

Επιδημιολογία◼◼◼

járványügy

επιδημιολογία

világjárvány

πανδημία◼◼◼

πανδημικός◼◻◻

Το ιστορικό σας