ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

jártas σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
jártas

γνώστης (+ birtokos eset vmiben)

látom, nagyon jártas vagy a témában

βλέπω είσαι πολύ γνώστης του θέματος, (tapasztalt) έμπειρος (-η-ο)

Το ιστορικό σας