ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

italbolt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
italbolt

κάβα

italbolt (palackozott italok boltja, korlátolt italkimérési engedély)

μίνι-μάρκετ

Το ιστορικό σας