ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ismer σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lelkiismeretlen

αδίστακτος

megismer

αναγνωρίζω

γνωρίζω

mértékismeret

μετρολογία

nagyon örülök hogy megismerhetlek

χάρηκα για τη γνωριμία

önismeret

αυτογνωσία◼◼◼

örülök hogy megismerhetlek

χάρηκα για τη γνωριμία

őshonos élet ismerete

εγχώρια γνώση

termékismertető

πληροφορίες για το προϊόν◼◼◼

tud, ismer

ξέρω

123

Το ιστορικό σας