ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ipari termelés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ipari termelés

βιομηχανική παραγωγή◼◼◼

ipari termelési statisztika

στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη βιομηχανική παραγωγή

Το ιστορικό σας