ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ionizáló sugárzás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ionizáló sugárzás

ιον(τ)ίζουσα ακτινοβολία◼◼◼

nem-ionizáló sugárzás

μη ιον(τ)ίζουσα ακτινοβολία

Το ιστορικό σας