ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

immisszió σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
immisszió

όχληση/εισροή ρύπων

immisszió ellenőrzés

έλεγχος των οχλήσεων

immisszió előrejelzés

πρόβλεψη (προαναγγελία) όχλησης

immisszió határérték

όριο όχλησης (εισροής ρύπων)

immisszió terhelés

φορτίο όχλησης/φόρτος προσληφθέντων ρύπων

immisszióellenőrzési törvény

νόμος (νομοθεσία) περί ελέγχου των οχλήσεων

immissziókár

βλάβη (ζημία) από την εισροή ρύπων

maximális immisszió koncentráció

μέγιστη συγκέντρωση όχλησης

szennyezőanyag immisszió

εισροή ρύπων/όχληση από ρύπους

zajimmisszió

πρόσληψη θορύβου

Το ιστορικό σας