ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hosszabb σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hosszabb

μακρύτερος◼◼◼

hosszabbítás

παράταση◼◼◼

αναβολή

meghosszabbítás

παράταση◼◼◼

επέκταση◼◼◻

προέκταση◼◻◻

έκταση

Το ιστορικό σας