ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
otthon

στο σπίτι◼◼◻

κατοικία◼◼◻

οικία◼◼◻

εστία◼◻◻

περιβάλλον◼◻◻

σπιτικό (spitikó)◼◻◻

οίκος

otthon vagyok és a gyerekekkel foglalkozom

μένω σπίτι και προσέχω τα παιδιά

otthon van Kosztasz? - nem hiszem

είναι στο σπίτι ο Κώστας; - δε νομίζω

otthonos

άνετος

otthonról dolgozom

δουλεύω από το σπίτι

Perszephoné

Περσεφόνη (Persefóni)

Rhône

Ροδανός◼◼◼

Tüphón

Τυφών (μυθολογία)

Xenophón

Ξενοφών

123

Το ιστορικό σας