ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hoki σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hoki

χόκευ

χόκεϊ

χόκεϋ

hokizik

μαλακίζομαι

hokiütő

μπαστούνι του χόκευ

Το ιστορικό σας