ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hihetetlen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hihetetlen

αδιανόητος

απίστευτος

απίστευτος (-η-ο)

εκπληκτικός

hihetetlenül

απίστευτα◼◼◼

Το ιστορικό σας