ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hideg σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hideg

ψύξη◼◼◼

ψύξη (κρυολόγημα)◼◼◼

ψυχρός◼◼◻

κρύος◼◻◻

κρύος (-α-ο)◼◻◻

κρύος (krýos)◼◻◻

κρυολόγημα

κρύος / κρύα / κρύο

ψύχος/κρύο/ψύξη (κρυολόγημα)

hideg van

κάνει κρύο

hideg: κάνει κρύο hideg van

κρύο (το)

hidegháború

Ψυχρός πόλεμος

ψυχρός πόλεμος

ψυχρός πόλεμος (psychrós pólemos)

Hidegháború

Ψυχρός πόλεμος

hidegvér

ψυχραιμία

hidegvérű

ψυχρόαιμος

hidegvízcsap

βρύση κρύου νερού

ez az étel hideg

αυτό το φαγητό είναι κρύο

jeges, jéghideg

παγωμένος (-η-ο)

nem bíromom ezt a hideget

δεν αντέχω αυτό το κρύο

Το ιστορικό σας