ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hiábavaló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hiábavaló

μάταιος

hiábavalóság

ματαιοδοξία

ματαιότητα

Το ιστορικό σας