ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hiába σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hiába

κι ας

μάτην

hiába, Nikosz már csak ilyen

τι να κάνουμε, έτσι είναι ο Νίκος

hiábavaló

μάταιος

hiábavalóság

ματαιοδοξία

ματαιότητα

nem jöttem hiába

δεν ήρθα μάταια

Το ιστορικό σας