ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hazai σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hazai

εγχώριος◼◼◼

οικιακός

hazai szennyezés

οικιακή ρύπανση

bruttó hazai termék

ακαθάριστο εγχώριο προϊόν◼◼◼

bruttó hazai össztermék

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν◼◼◼

ΑΕΠ

Το ιστορικό σας