ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

használni σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
használni

χρησιμοποιώ◼◼◼

Használni

χρησιμοποιώ◼◼◼

ez a gyógyszer használni fog

αυτό το φάρμακο θα σου κάνει καλό

ha éjfél után érnek vissza, használniuk kell az ajtócsengőt

σε περίπτωση που γυρίσετε μετά τα μεσάνυχτα θα χρειαστεί να χτυπήσετε το κουδούνι

Το ιστορικό σας