ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

has σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hasonlít

μοιάζω (+ με/σε/tárgyeset vkire)

hasonlít vkire

μοιάζω (+ με)

hasonló

παρόμοιος◼◼◼

παρόμοιος (-α-ο)◼◼◼

συγκρίσιμος◼◼◻

συναφής◼◼◻

αντίστοιχος◼◼◻

όμοιος◼◻◻

σχετικός◼◻◻

hasonlóan

όπως◼◼◼

ως◼◼◻

καθώς◼◼◻

παρόμοια◼◼◻

διότι◼◻◻

επειδή◼◻◻

γιατί◼◻◻

εν είδει

σαν

hasonlóképp

επίσης◼◼◼

hasonlóképpen

επίσης◼◼◼

hasonlóság

ομοιότητα◼◼◼

σύγκριση◼◼◻

hasszium

xάσιο

χάσιο

Hasszium

Χάσιο

hastánc

χορός οριεντάλ

használ

χρήση◼◼◼

χρησιμοποίηση◼◼◻

όφελος◼◼◻

χρησιμότητα◼◻◻

ευεργέτημα◼◻◻

χρησιμοποιώ (-ήσω)◼◻◻

μεταχειρίζομαι

usar

használat

χρήση◼◼◼

χρήση (η, tsz. -εις)◼◼◼

η χρήση◼◼◼

χρησιμοποίηση◼◼◻

εφαρμογή◼◼◻

αίτηση◼◼◻

123

Το ιστορικό σας