ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

halogén σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
halogén

αλογόνο◼◼◼

Halogének

Αλογόνα

halogénezett bifenil

αλογονωμένο διφαινύλιο

halogénezett fenol

αλογονωμένη φαινόλη

halogénezett szennyezőanyag

αλογονωμένος ρύπος

halogénezett szénhidrogén

αλογονωμένος υδρογονάνθρακας

halogénezett vegyület

αλογονωμένη ένωση

részlegesen halogénezett klórozott fluorozott szénhidrogén

μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας

szerves halogénvegyület

οργανοαλογονούχος ένωση

Το ιστορικό σας